- ἐπηλλαγμένως
- ἐπηλλαγμένως, Adv., ([etym.] ἐπαλλάσσω)A crosswise, Hp.Oss.16.II changeably, Hierocl.Prov.p.462 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επηλλαγμένως — ἐπηλλαγμένως (AM) επίρρ. 1. εναλλακτικά 2. σταυρωτά, σταυροειδώς … Dictionary of Greek
ἐπηλλαγμένως — ἐπαλλάσσω change over perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηλλαγμένως crosswise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)